νησίτης

νησίτης
νησ-ίτης [pron. full] [ῑ], ου, , ([etym.] νῆσος)
A of, from, or belonging to an island, St.Byz.:—[dialect] Dor. fem. [full] νᾱσῖτις, ιδος

, γῆ PEleph.20.48

(iii B.C.);

σπιλάς AP7.2

(Antip. Sid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νησίτης — νησίτης, ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. νασῑτις (Α) αυτός που ανήκει ή κατοικεί σε νησί ή προέρχεται από νησί, νησιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. πολ ίτης, πυργ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • νησίτης — νησί̱της , νησίτης of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… …   Dictionary of Greek

  • νησίτις — νησῑτις, ἡ (Α) βλ. νησίτης …   Dictionary of Greek

  • νασῖτις — of fem nom sg νᾱσῖτις , νησίτης of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”